υπόθεση

υπόθεση
η / ὑπόθεσις, -έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι]
1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν», Πλάτ.)
2. το αντικείμενο μιας συζήτησης, ομιλίας, έρευνας, ασχολίας ή φροντίδας (α. «έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας μια σπουδαία υπόθεση» β. «ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν ἐπανῆγεν... τὸν λόγον», Ξεν.)
3. το θέμα λογοτεχνικού ή θεατρικού έργου (α. «η υπόθεση τού έργου του είναι εξαιρετικά πρωτότυπη» β. «ὑπόθεσιν καλὴν καὶ κεχαρισμένην τοῑς ἀναγνωσομένοις», Διον. Αλ.)
4. το αντικείμενο δίκης και η ίδια η δίκη (α. «σήμερα δικάζεται η υπόθεσή του» β. «γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) α) αυτό που βρίσκεται ή εκείνο που τίθεται στη βάση μιας λογικής κατασκευής
β) μέθοδος, τρόπος ενέργειας, ευρετικό μέσο, που συνίσταται στη διατύπωση μιας αμφίβολης αλλά αληθοφανούς εικασίας με την οποία η φαντασία προλαβαίνει τη γνώση και η οποία μπορεί να επαληθεύεται μεταγενέστερα είτε μέσω μιας απευθείας παρατήρησης είτε μέσω τής συμφωνίας όλων τών συμπερασμάτων της με την παρατήρηση και το πείραμα
2. σοβαρό ζήτημα, ιδίως αυτό που απασχολεί την κοινή γνώμη («η υπόθεση τών υποκλοπών»)
3. γραμμ. δευτερεύουσα υποθετική πρόταση που αποτελεί το πρώτο μέλος ενός υποθετικού λόγου
4. στον πληθ. οι υποθέσεις·(στη γραμματολογία) οι συγγραφές τών Αλεξανδρινών λογίων με τις οποίες ανέλυαν το περιεχόμενο κάθε δράματος και προσπαθούσαν να εντοπίσουν τα στοιχεία που πήρε ο τραγικός ποιητής από την μυθική παράδοση καθώς και τις προσθήκες που ο ίδιος είχε κάνει
5. φρ. α) «έχω πολλές υποθέσεις» — είμαι πολυάσχολος
β) «κέρδισα την υπόθεση» — η απόφαση τού δικαστηρίου είναι ευνοϊκή για μένα
γ) «αυτό είναι δική μου υπόθεση» — αναλαμβάνω εγώ την φροντίδα για κάτι ή αυτό αφορά αποκλειστικά εμένα
δ) «επί τη υποθέσει»
(λόγιος τ.) αν υποτεθεί ότι...
μσν.-αρχ.
βάση, θεμέλιο
αρχ.
1. το να τοποθετεί κανείς κάτι κάτω από κάτι άλλο
2. (για πράγμ.) αυτό που αποτελεί το κύριο στοιχείο, το πρωτεύον χαρακτηριστικό του χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει («αὕτη γὰρ οἷον ὑπόθεσις καὶ φύσις δένδρων ἐστίν», Θεόφρ.)
3. (για ενέργεια, πράξη) προϋπόθεση, όρος
4. ο κύριος, ο βασικός στόχος («ὑπόθεσις... τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία», Αριστοτ.)
5. αρχή σύμφωνα με την οποία ρυθμίζει κανείς τις πράξεις του, κανόνας ενέργειας («τοῑς μὲν φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν
εὐθὺς γὰρ τοῡ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑπόθεσιν», Ισοκρ.)
6. πρόθεση, αντικειμενικός στόχος
7. πρόσχημα, αφορμή
8. αιτία
9. υπόσχεση («τὴν περὶ αὐτῶν ἡμῑν μὴ κτενεῑν ψευσθεῑσαν ὑπόθεσιν», Θουκ.)
10. υποθήκευση («ὑποθήκη μέρους τρίτου οἰκίας», πάπ.)
11. συμβουλή, προτροπή, παραίνεση
12. καταγγελία, κατηγορία
13. (στο θέατρο) ρόλος υποκριτή
14. είδος θεατρικού έργου ή παντομίμας
15. θεατρική παράσταση
16. συνθήκες ή τρόπος ζωής
17. εναρκτήριο σημείο, αρχή
18. πρακτικό πρόβλημα («κοινὴ ἡ ὑπόθεσις καὶ τῷ καθ' ἡμᾱς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή», Λουκιαν.)
19. θέμα ζωγραφικού πίνακα
20. (λογ.) α) οι αρχικές προτάσεις τών συλλογισμών («συλλογισμὸς ἐξ ὑποθέσεως», Αριστοτ.)
β) η παραδοχή τής ύπαρξης θεμελιωδών αντικειμένων σε έναν τομέα τού επιστητού
21. φρ. α) «ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑποθέσεως» — ο τύπος τής πολιτειακής οργάνωσης που βασίζεται σε προϋποθέσεις, όπως ήταν αυτή που ο Πλάτων περιέγραψε (Αριστοτ.)
β) «ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῑσθαι» — η αφετηρία τής εξέτασης ενός αντικειμένου από μια παραδοχή (Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπόθεση η — 1. ό,τι υποθέτει κανείς, ό,τι θεωρεί ως δεδομένο ή ως πραγματικό, ως βάση σκέψης. 2. πιθανοφανής αρχή για εξήγηση φυσικών φαινομένων, που μπορεί να αποβεί θεωρία: Η υπόθεση του Δαρβίνου για τη γένεση των ειδών. 3. το θέμα, το αντικείμενο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γουότεργκεϊτ, υπόθεση — (Watergate Affair). Ονομασία που δόθηκε στο σοβαρότερο πολιτικό σκάνδαλο των ΗΠΑ του 20ού αι. Η υ.Γ. έθεσε σε δοκιμασία τους συνταγματικούς θεσμούς της χώρας και οδήγησε στη μοναδική έως σήμερα παραίτηση προέδρου των ΗΠΑ. Η υ.Γ. έλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • περιδέραιου υπόθεση — Συνταρακτική δικαστική υπόθεση στη Γαλλία, που διαδραματίστηκε το 1785 1786. Ήρωας της υπόθεσης αυτής ήταν ο καρδινάλιος ντε Ροάν, ο οποίος, στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα, εξαπατήθηκε από την κόμησα ντε λα… …   Dictionary of Greek

  • Σάκο και Βαντσέτι, υπόθεση- — (Sacco και Vanzetti). Στην αμερικανική ιστορία, δίκη για φόνο και καταδίκη δύο αναρχικών Ιταλών μεταναστών, που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Νίκολα Σ (1891 1927) και ο Μπαρτολομέο Β (1888 1927) συνελήφθησαν με την κατηγορία ληστείας και… …   Dictionary of Greek

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • δυαδική θεωρία — Υπόθεση που προτάθηκε από τον Άγγλο χημικό Χάμφρεϊ Ντέιβι για να γίνει δυνατή η αναγωγή των αλάτων των αλογόνων (π.χ. NaCl) και των αλάτων των οξυγονούχων οξέων (π.χ. NaNO3) στον ίδιο τύπο (το μονοσθενές Cl’ μπορεί να αντικατασταθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”